- οἰκητήν
- οἰκητήςdwellermasc acc sg (attic epic ionic)οἰκητόςinhabitedfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οικητός — οἰκητός, ή, όν, θηλ. και ός (Α) [οικώ] 1. κατοικημένος (α. «ὁ τόπος... ἐστὶ μὴν οἰκητός», Σοφ. β. «οἰκητὸς (αὐλή) ἀράχναις μόναις», Φιλόστρ.) 2. κατοικήσιμος («ἐὰν δὲ τις ἀποδῶται οἰκίαν οἰκητήν», ΠΔ) … Dictionary of Greek